Translation meaning & definition of the word "glade" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γλίστρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Glade
[Στριφογυρίζω]/gled/
noun
1. A tract of land with few or no trees in the middle of a wooded area
- synonym:
- clearing ,
- glade
1. Μια περιοχή γης με λίγα ή καθόλου δέντρα στη μέση μιας δασώδης περιοχής
- συνώνυμο:
- εκκαθάριση ,
- λάμψη