Translation meaning & definition of the word "glace" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γυαλιστερό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Glace
[Γλασέ]/gles/
adjective
1. (used especially of fruits) preserved by coating with or allowing to absorb sugar
- synonym:
- candied ,
- crystalized ,
- crystalised ,
- glace
1. (χρησιμοποιείται ειδικά για φρούτα) διατηρημένο με επικάλυψη με ή επιτρέποντας την απορρόφηση της ζάχαρης
- συνώνυμο:
- ζαχαρωμένο ,
- κρυσταλλωμένο ,
- παραπονιέμαι