Translation meaning & definition of the word "giver" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δίνω" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Giver
[Δωρητής]/gɪvər/
noun
1. Someone who devotes himself completely
- "There are no greater givers than those who give themselves"
- synonym:
- giver
1. Κάποιος που αφιερώνει τον εαυτό του εντελώς
- "Δεν υπάρχουν μεγαλύτεροι δωρητές από εκείνους που δίνουν τον εαυτό τους"
- συνώνυμο:
- δωρητήσ
2. Person who makes a gift of property
- synonym:
- donor ,
- giver ,
- presenter ,
- bestower ,
- conferrer
2. Αυτός που κάνει ένα δώρο ιδιοκτησίας
- συνώνυμο:
- δότης ,
- δωρητήσ ,
- παρουσιαστήσ ,
- πελώριο ,
- αναθέτων