Translation meaning & definition of the word "give" into Greek language
Μετάφραση έννοια & ορισμός της λέξης "δίνω" στην ελληνική γλώσσα
Give
[Δίνω]noun
1. The elasticity of something that can be stretched and returns to its original length
- synonym:
- give ,
- spring ,
- springiness
1. Η ελαστικότητα κάτι που μπορεί να τεντωθεί και επιστρέφει στο αρχικό του μήκος
- συνώνυμο:
- δίνω ,
- άνοιξη ,
- ελαστικότητα
verb
1. Cause to have, in the abstract sense or physical sense
- "She gave him a black eye"
- "The draft gave me a cold"
- synonym:
- give
1. Αιτία να έχεις, με την αφηρημένη έννοια ή τη φυσική έννοια
- "Του έκανε μαύρο μάτι"
- "Το προσχέδιο μου έκανε κρύο"
- συνώνυμο:
- δίνω
2. Be the cause or source of
- "He gave me a lot of trouble"
- "Our meeting afforded much interesting information"
- synonym:
- yield ,
- give ,
- afford
2. Γίνε η αιτία ή η πηγή του
- "Μου δημιούργησε πολλά προβλήματα"
- "Η συνάντησή μας έδωσε πολλές ενδιαφέρουσες πληροφορίες"
- συνώνυμο:
- απόδοση ,
- δίνω ,
- αντέχω
3. Transfer possession of something concrete or abstract to somebody
- "I gave her my money"
- "Can you give me lessons?"
- "She gave the children lots of love and tender loving care"
- synonym:
- give
3. Μεταβίβαση της κατοχής κάτι συγκεκριμένου ή αφηρημένου σε κάποιον
- "Της έδωσα τα λεφτά μου"
- "Μπορείς να μου κάνεις μαθήματα;"
- "Έδωσε στα παιδιά πολλή αγάπη και τρυφερή στοργική φροντίδα"
- συνώνυμο:
- δίνω
4. Convey or reveal information
- "Give one's name"
- synonym:
- give
4. Μεταφέρετε ή αποκαλύψτε πληροφορίες
- "Δώσε το όνομά σου"
- συνώνυμο:
- δίνω
5. Convey, as of a compliment, regards, attention, etc.
- Bestow
- "Don't pay him any mind"
- "Give the orders"
- "Give him my best regards"
- "Pay attention"
- synonym:
- give ,
- pay
5. Μεταφέρετε, ως κομπλιμέντο, χαιρετισμούς, προσοχή π.
- Παραχωρώ
- "Μην του πληρώσεις κανένα μυαλό"
- "Δώσε τις εντολές"
- "Δώσε του τους καλύτερους χαιρετισμούς μου"
- "Προσοχή"
- συνώνυμο:
- δίνω ,
- πληρώνω
6. Organize or be responsible for
- "Hold a reception"
- "Have, throw, or make a party"
- "Give a course"
- synonym:
- hold ,
- throw ,
- have ,
- make ,
- give
6. Οργανώστε ή να είστε υπεύθυνοι για
- "Κρατήστε μια δεξίωση"
- "Έχετε, ρίξτε ή κάντε ένα πάρτι"
- "Δώσε πορεία"
- συνώνυμο:
- κρατώ ,
- ρίχνω ,
- έχουν ,
- κάνω ,
- δίνω
7. Convey or communicate
- Of a smile, a look, a physical gesture
- "Throw a glance"
- "She gave me a dirty look"
- synonym:
- give ,
- throw
7. Μεταφέρετε ή επικοινωνήστε
- Ενός χαμόγελου, μιας ματιάς, μιας σωματικής χειρονομίας
- "Ρίξε μια ματιά"
- "Μου έριξε μια βρώμικη ματιά"
- συνώνυμο:
- δίνω ,
- ρίχνω
8. Give as a present
- Make a gift of
- "What will you give her for her birthday?"
- synonym:
- give ,
- gift ,
- present
8. Δώστε ως δώρο
- Κάντε ένα δώρο
- "Τι θα της δώσεις για τα γενέθλιά της;"
- συνώνυμο:
- δίνω ,
- δώρο ,
- παρόν
9. Cause to happen or be responsible for
- "His two singles gave the team the victory"
- synonym:
- give ,
- yield
9. Αιτία να συμβεί ή να είναι υπεύθυνος για
- "Τα δύο μονά του έδωσαν στην ομάδα τη νίκη"
- συνώνυμο:
- δίνω ,
- απόδοση
10. Dedicate
- "Give thought to"
- "Give priority to"
- "Pay attention to"
- synonym:
- give ,
- pay ,
- devote
10. Αφιερώνω
- "Σκέψου το"
- "Δώστε προτεραιότητα στο"
- "Προσοχή σε"
- συνώνυμο:
- δίνω ,
- πληρώνω ,
- αφιερώνω
11. Give or supply
- "The cow brings in 5 liters of milk"
- "This year's crop yielded 1,000 bushels of corn"
- "The estate renders some revenue for the family"
- synonym:
- render ,
- yield ,
- return ,
- give ,
- generate
11. Δώσε ή προμήθευσε
- "Η αγελάδα φέρνει 5 λίτρα γάλα"
- "Η φετινή καλλιέργεια απέδωσε 1.000 μπουσέλ καλαμποκιού"
- "Το κτήμα αποδίδει κάποια έσοδα για την οικογένεια"
- συνώνυμο:
- αποδίδω ,
- απόδοση ,
- επιστροφή ,
- δίνω ,
- δημιουργώ
12. Transmit (knowledge or skills)
- "Give a secret to the russians"
- "Leave your name and address here"
- "Impart a new skill to the students"
- synonym:
- impart ,
- leave ,
- give ,
- pass on
12. Μετάδοση (γνώσεις ή δεξιότητες)
- "Δώσε ένα μυστικό στους ρώσους"
- "Αφήστε το όνομα και τη διεύθυνσή σας εδώ"
- "Χωρίστε μια νέα δεξιότητα στους μαθητές"
- συνώνυμο:
- μεταδίδω ,
- φεύγω ,
- δίνω ,
- περνώ
13. Bring about
- "The trompe l'oeil-illusion establishes depth"
- synonym:
- establish ,
- give
13. Επιφέρω
- "Η ψευδαίσθηση trompe l'oeil δημιουργεί βάθος"
- συνώνυμο:
- καθιερώνω ,
- δίνω
14. Leave with
- Give temporarily
- "Can i give you my keys while i go in the pool?"
- "Can i give you the children for the weekend?"
- synonym:
- give
14. Φεύγω με
- Δώσε προσωρινά
- "Μπορώ να σου δώσω τα κλειδιά μου όσο πάω στην πισίνα;"
- "Μπορώ να σου δώσω τα παιδιά για το σαββατοκύριακο;"
- συνώνυμο:
- δίνω
15. Emit or utter
- "Give a gulp"
- "Give a yelp"
- synonym:
- give
15. Εκπέμπω ή εκφέρω
- "Δώσε μια γουλιά"
- "Βάλε κραυγή"
- συνώνυμο:
- δίνω
16. Endure the loss of
- "He gave his life for his children"
- "I gave two sons to the war"
- synonym:
- sacrifice ,
- give
16. Υπομένετε την απώλεια των
- "Έδωσε τη ζωή του για τα παιδιά του"
- "Δώθηκα δύο γιους στον πόλεμο"
- συνώνυμο:
- θυσία ,
- δίνω
17. Place into the hands or custody of
- "Hand me the spoon, please"
- "Turn the files over to me, please"
- "He turned over the prisoner to his lawyers"
- synonym:
- pass ,
- hand ,
- reach ,
- pass on ,
- turn over ,
- give
17. Θέση στα χέρια ή φύλαξη του
- "Δώσε μου το κουτάλι, σε παρακαλώ"
- "Γύρνα μου τα αρχεία, σε παρακαλώ"
- "Παρέδωσε τον κρατούμενο στους δικηγόρους του"
- συνώνυμο:
- περνώ ,
- χέρι ,
- φθάνω ,
- αναποδογυρίζω ,
- δίνω
18. Give entirely to a specific person, activity, or cause
- "She committed herself to the work of god"
- "Give one's talents to a good cause"
- "Consecrate your life to the church"
- synonym:
- give ,
- dedicate ,
- consecrate ,
- commit ,
- devote
18. Δώστε εξ ολοκλήρου σε ένα συγκεκριμένο άτομο, δραστηριότητα ή αιτία
- "Δεσμεύτηκε στο έργο του θεού"
- "Δώστε τα ταλέντα κάποιου σε καλό σκοπό"
- "Αφιέρωσε τη ζωή σου στην εκκλησία"
- συνώνυμο:
- δίνω ,
- αφιερώνω ,
- δεσμεύομαι
19. Give (as medicine)
- "I gave him the drug"
- synonym:
- give
19. Δώστε (ως φάρμακο)
- "Του έδωσα το ναρκωτικό"
- συνώνυμο:
- δίνω
20. Give or convey physically
- "She gave him first aid"
- "I gave him a punch in the nose"
- synonym:
- give ,
- apply
20. Δώστε ή μεταφέρετε σωματικά
- "Του έδωσε πρώτες βοήθειες"
- "Του έδωσα μια γροθιά στη μύτη"
- συνώνυμο:
- δίνω ,
- εφαρμόζω
21. Bestow
- "Give homage"
- "Render thanks"
- synonym:
- give ,
- render
21. Παραχωρώ
- "Δώσε φόρο τιμής"
- "Παραδώστε ευχαριστώ"
- συνώνυμο:
- δίνω ,
- αποδίδω
22. Bestow, especially officially
- "Grant a degree"
- "Give a divorce"
- "This bill grants us new rights"
- synonym:
- grant ,
- give
22. Να χαρίζεις, ειδικά επίσημα
- "Χορήγηση πτυχίου"
- "Δώσε διαζύγιο"
- "Αυτό το νομοσχέδιο μας παρέχει νέα δικαιώματα"
- συνώνυμο:
- χορηγώ ,
- δίνω
23. Move in order to make room for someone for something
- "The park gave way to a supermarket"
- "`move over,' he told the crowd"
- synonym:
- move over ,
- give way ,
- give ,
- ease up ,
- yield
23. Κινηθείτε για να κάνετε χώρο σε κάποιον για κάτι
- "Το πάρκο έδωσε τη θέση του σε ένα σούπερ μάρκετ"
- "`move over", είπε στο πλήθος"
- συνώνυμο:
- προχωρήστε ,
- υποχωρώ ,
- δίνω ,
- ευκολώ ,
- απόδοση
24. Give food to
- "Feed the starving children in india"
- "Don't give the child this tough meat"
- synonym:
- feed ,
- give
24. Δώσε φαγητό στον
- "Ταΐστε τα παιδιά που λιμοκτονούν στην ινδία"
- "Μη δίνεις στο παιδί αυτό το σκληρό κρέας"
- συνώνυμο:
- τροφή ,
- δίνω
25. Contribute to some cause
- "I gave at the office"
- synonym:
- contribute ,
- give ,
- chip in ,
- kick in
25. Συμβάλλετε σε κάποια αιτία
- "Έδωσα στο γραφείο"
- συνώνυμο:
- συμβάλλω ,
- δίνω ,
- τσιπ στο ,
- κλωτσάω
26. Break down, literally or metaphorically
- "The wall collapsed"
- "The business collapsed"
- "The dam broke"
- "The roof collapsed"
- "The wall gave in"
- "The roof finally gave under the weight of the ice"
- synonym:
- collapse ,
- fall in ,
- cave in ,
- give ,
- give way ,
- break ,
- founder
26. Καταρρεύστε, κυριολεκτικά ή μεταφορικά
- "Ο τοίχος κατέρρευσε"
- "Η επιχείρηση κατέρρευσε"
- "Έσπασε το φράγμα"
- "Η οροφή κατέρρευσε"
- "Ο τοίχος ενέδωσε"
- "Η στέγη τελικά έδωσε κάτω από το βάρος του πάγου"
- συνώνυμο:
- κατάρρευση ,
- πέφτω μέσα ,
- σπήλαιο στην. ,
- δίνω ,
- υποχωρώ ,
- διάλειμμα ,
- ιδρυτής
27. Estimate the duration or outcome of something
- "He gave the patient three months to live"
- "I gave him a very good chance at success"
- synonym:
- give
27. Εκτίμηση της διάρκειας ή του αποτελέσματος κάποιου πράγματος
- "Έδωσε στον ασθενή τρεις μήνες ζωής"
- "Του έδωσα μια πολύ καλή ευκαιρία επιτυχίας"
- συνώνυμο:
- δίνω
28. Execute and deliver
- "Give bond"
- synonym:
- give
28. Εκτέλεση και παράδοση
- "Δώσε δεσμό"
- συνώνυμο:
- δίνω
29. Deliver in exchange or recompense
- "I'll give you three books for four cds"
- synonym:
- give
29. Παραδώστε ως αντάλλαγμα ή ανταπόδοση
- "Θα σου δώσω τρία βιβλία για τέσσερα cd"
- συνώνυμο:
- δίνω
30. Afford access to
- "The door opens to the patio"
- "The french doors give onto a terrace"
- synonym:
- afford ,
- open ,
- give
30. Παρέχω πρόσβαση σε
- "Η πόρτα ανοίγει στο αίθριο"
- "Οι γαλλικές πόρτες δίνουν σε μια βεράντα"
- συνώνυμο:
- αντέχω ,
- ανοιχτός ,
- δίνω
31. Present to view
- "He gave the sign to start"
- synonym:
- give
31. Παρουσιάστε για να δείτε
- "Έδωσε το σημάδι για να ξεκινήσει"
- συνώνυμο:
- δίνω
32. Perform for an audience
- "Pollini is giving another concert in new york"
- synonym:
- give
32. Εκτέλεση για ένα κοινό
- "Ο πολλίνι δίνει άλλη μια συναυλία στη νέα υόρκη"
- συνώνυμο:
- δίνω
33. Be flexible under stress of physical force
- "This material doesn't give"
- synonym:
- give ,
- yield
33. Να είστε ευέλικτοι υπό το άγχος της σωματικής δύναμης
- "Αυτό το υλικό δεν δίνει"
- συνώνυμο:
- δίνω ,
- απόδοση
34. Propose
- "He gave the first of many toasts at the birthday party"
- synonym:
- give
34. Προτείνω
- "Έδωσε την πρώτη από τις πολλές προπόσεις στο πάρτι γενεθλίων"
- συνώνυμο:
- δίνω
35. Accord by verdict
- "Give a decision for the plaintiff"
- synonym:
- give
35. Σύμφωνα με ετυμηγορία
- "Δώστε απόφαση για τον ενάγοντα"
- συνώνυμο:
- δίνω
36. Manifest or show
- "This student gives promise of real creativity"
- "The office gave evidence of tampering"
- synonym:
- give
36. Εκδηλωθείτε ή εμφανιστείτε
- "Αυτός ο μαθητής δίνει υπόσχεση για πραγματική δημιουργικότητα"
- "Το γραφείο έδωσε στοιχεία για παραποίηση"
- συνώνυμο:
- δίνω
37. Offer in good faith
- "He gave her his word"
- synonym:
- give
37. Προσφορά με καλή πίστη
- "Της έδωσε τον λόγο του"
- συνώνυμο:
- δίνω
38. Submit for consideration, judgment, or use
- "Give one's opinion"
- "Give an excuse"
- synonym:
- give
38. Υποβάλετε για εξέταση, κρίση ή χρήση
- "Δώσε τη γνώμη σου"
- "Δώσε μια δικαιολογία"
- συνώνυμο:
- δίνω
39. Guide or direct, as by behavior of persuasion
- "You gave me to think that you agreed with me"
- synonym:
- give
39. Οδηγός ή άμεσος, όπως από τη συμπεριφορά της πειθούς
- "Μου έδωσες να σκεφτώ ότι συμφώνησες μαζί μου"
- συνώνυμο:
- δίνω
40. Allow to have or take
- "I give you two minutes to respond"
- synonym:
- give
40. Επιτρέψτε να έχετε ή να πάρετε
- "Σου δίνω δύο λεπτά να απαντήσεις"
- συνώνυμο:
- δίνω
41. Inflict as a punishment
- "She gave the boy a good spanking"
- "The judge gave me 10 years"
- synonym:
- give
41. Επιβολή ως τιμωρία
- "Έδωσε στο αγόρι ένα καλό χτύπημα"
- "Ο δικαστής μου έδωσε 10 χρόνια"
- συνώνυμο:
- δίνω
42. Occur
- "What gives?"
- synonym:
- give
42. Συμβαίνω
- "Τι δίνει;"
- συνώνυμο:
- δίνω
43. Consent to engage in sexual intercourse with a man
- "She gave herself to many men"
- synonym:
- give
43. Συγκατάθεση για σεξουαλική επαφή με έναν άνδρα
- "Δώθηκε σε πολλούς άντρες"
- συνώνυμο:
- δίνω
44. Proffer (a body part)
- "She gave her hand to her little sister"
- synonym:
- give
44. Proffer (ένα μέρος του σώματος)
- "Έδωσε το χέρι της στη μικρή της αδερφή"
- συνώνυμο:
- δίνω