Translation meaning & definition of the word "git" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "τεμάχιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Git
[Συναγωνίζομαι]/gɪt/
noun
1. A person who is deemed to be despicable or contemptible
- "Only a rotter would do that"
- "Kill the rat"
- "Throw the bum out"
- "You cowardly little pukes!"
- "The british call a contemptible person a `git'"
- synonym:
- rotter ,
- dirty dog ,
- rat ,
- skunk ,
- stinker ,
- stinkpot ,
- bum ,
- puke ,
- crumb ,
- lowlife ,
- scum bag ,
- so-and-so ,
- git
1. Ένα πρόσωπο που θεωρείται περιφρονητικό ή περιφρονητικό
- "Μόνο ένας παίκτης θα το έκανε αυτό"
- "Σκοτώστε τον αρουραίο"
- "Πετάξτε το φτερό έξω"
- "Δειλοί μικρές προβλήματα!"
- "Οι βρετανοί αποκαλούν έναν περιφρονητικό άνθρωπο ένα `πράγμα'"
- συνώνυμο:
- ρότορασ ,
- βρώμικο σκυλί ,
- αρουραίος ,
- παραλύω ,
- βρωμερόσ ,
- βρωμό ,
- ανατροπή ,
- πούκε ,
- τραβώ ,
- χαμηλή διάρκεια ζωής ,
- τσάντα από σκουπίδι ,
- το ίδιο και το λοιπόν ,
- τζιτ