Translation meaning & definition of the word "gist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γλώσσα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gist
[Γκομ]/ʤɪst/
noun
1. The central meaning or theme of a speech or literary work
- synonym:
- effect ,
- essence ,
- burden ,
- core ,
- gist
1. Η κεντρική έννοια ή το θέμα μιας ομιλίας ή λογοτεχνικού έργου
- συνώνυμο:
- επίδραση ,
- ουσία ,
- επιβάρυνση ,
- πυρήνας ,
- αναβολή
2. The choicest or most essential or most vital part of some idea or experience
- "The gist of the prosecutor's argument"
- "The heart and soul of the republican party"
- "The nub of the story"
- synonym:
- kernel ,
- substance ,
- core ,
- center ,
- centre ,
- essence ,
- gist ,
- heart ,
- heart and soul ,
- inwardness ,
- marrow ,
- meat ,
- nub ,
- pith ,
- sum ,
- nitty-gritty
2. Το πιο επιλεκτικό ή το πιο ουσιαστικό ή πιο ζωτικό μέρος κάποιας ιδέας ή εμπειρίας
- "Η ουσία του επιχειρήματος του εισαγγελέα"
- "Η καρδιά και η ψυχή του ρεπουμπλικανικού κόμματος"
- "Η καρδιά της ιστορίας"
- συνώνυμο:
- πυρήνας ,
- ουσία ,
- κέντρο ,
- αναβολή ,
- καρδιά ,
- καρδιά και ψυχή ,
- εσωτερικότητα ,
- μυελός ,
- κρέας ,
- νουμπ ,
- πιθ ,
- ποσό ,
- νιττ-κριτό
Examples of using
Advanced learners of a language would usually get the gist but not the quirks.
Οι προχωρημένοι μαθητές μιας γλώσσας συνήθως παίρνουν την ουσία, αλλά όχι τα ιδιορρυθμίες.