Translation meaning & definition of the word "girlishly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αριστοκρατικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Girlishly
[Κομψά]/gərlɪʃli/
adverb
1. Like a girl
- "She was girlishly shy"
- synonym:
- girlishly
1. Σαν κορίτσι
- "Ήταν κοριτσίστικα ντροπαλός"
- συνώνυμο:
- κοριτσίστικα