Translation meaning & definition of the word "girlish" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγγλικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Girlish
[Στενοχωρητικόσ]/gərlɪʃ/
adjective
1. Befitting or characteristic of a young girl
- "Girlish charm"
- "A dress too schoolgirlish for office wear"
- synonym:
- girlish ,
- schoolgirlish
1. Τοποθέτηση ή χαρακτηριστικό ενός νεαρού κοριτσιού
- "Αγγλική γοητεία"
- "Ένα φόρεμα πάρα πολύ μαθητικόαριστό για φθορά γραφείου"
- συνώνυμο:
- κοριτσίστικη ,
- μαθητικόσ