Translation meaning & definition of the word "girder" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "πιο σημαντικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Girder
[Περιστρέφων]/gərdər/
noun
1. A beam made usually of steel
- A main support in a structure
- synonym:
- girder
1. Μια δέσμη που κατασκευάζεται συνήθως από χάλυβα
- Μια κύρια υποστήριξη σε μια δομή
- συνώνυμο:
- τζίρερ