Translation meaning & definition of the word "ginger" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ταχυδρόμος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ginger
[Τζίντζερ]/ʤɪnʤər/
noun
1. Perennial plants having thick branching aromatic rhizomes and leafy reedlike stems
- synonym:
- ginger
1. Πολυετή φυτά που έχουν παχιά διακλαδισμένα αρωματικά ριζώματα και φυλλώδη καλαμοειδή στελέχη
- συνώνυμο:
- τζίντζερ
2. Dried ground gingerroot
- synonym:
- ginger ,
- powdered ginger
2. Αποξηραμένο τζίντζερ
- συνώνυμο:
- τζίντζερ ,
- σκόνη τζίντζερ
3. Pungent rhizome of the common ginger plant
- Used fresh as a seasoning especially in asian cookery
- synonym:
- ginger ,
- gingerroot
3. Πικάντικο ρίζωμα του κοινού φυτού τζίντζερ
- Χρησιμοποιείται φρέσκο ως καρύκευμα ειδικά στην ασιατική κουζίνα
- συνώνυμο:
- τζίντζερ
4. Liveliness and energy
- "This tonic is guaranteed to give you more pep"
- synonym:
- pep ,
- peppiness ,
- ginger
4. Ζωντάνια και ενέργεια
- "Αυτό το τονωτικό είναι εγγυημένο για να σας δώσει περισσότερο πιπέρι"
- συνώνυμο:
- πεπ ,
- πιπεριά ,
- τζίντζερ
verb
1. Add ginger to in order to add flavor
- "Ginger the soup"
- synonym:
- ginger
1. Προσθέστε τζίντζερ για να προσθέσετε γεύση
- "Φέρτε τη σούπα"
- συνώνυμο:
- τζίντζερ
adjective
1. (used especially of hair or fur) having a bright orange-brown color
- "A man with gingery hair and bright blue eyes"
- "A ginger kitten"
- synonym:
- ginger ,
- gingery
1. (χρησιμοποιείται ειδικά για τα μαλλιά ή το φου) με έντονο πορτοκαλί-καφέ χρώμα
- "Ένας άνθρωπος με τα τριχωτά μαλλιά και τα φωτεινά μπλε μάτια"
- "Ένα γατάκι τζίντζερ"
- συνώνυμο:
- τζίντζερ ,
- τσιγκουίνι