Translation meaning & definition of the word "gin" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρθένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gin
[Τζιν]/ʤɪn/
noun
1. Strong liquor flavored with juniper berries
- synonym:
- gin
1. Ισχυρό λικέρ αρωματισμένο με μούρα αρκεύθου
- συνώνυμο:
- τζιν
2. A trap for birds or small mammals
- Often has a slip noose
- synonym:
- snare ,
- gin ,
- noose
2. Μια παγίδα για τα πουλιά ή τα μικρά θηλαστικά
- Συχνά έχει μια θηλιά ολίσθησης
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- τζιν ,
- νουά
3. A machine that separates the seeds from raw cotton fibers
- synonym:
- cotton gin ,
- gin
3. Μια μηχανή που χωρίζει τους σπόρους από τις ακατέργαστες ίνες βαμβακιού
- συνώνυμο:
- βαμβακερό τζιν ,
- τζιν
4. A form of rummy in which a player can go out if the cards remaining in their hand total less than 10 points
- synonym:
- gin ,
- gin rummy ,
- knock rummy
4. Μια μορφή ρουμιού στην οποία ένας παίκτης μπορεί να βγει έξω αν οι κάρτες που παραμένουν στο χέρι τους συνολικά λιγότερο από 10 πόντους
- συνώνυμο:
- τζιν ,
- τζιν ρούμι ,
- χτυπάω το φαγητό
verb
1. Separate the seeds from (cotton) with a cotton gin
- synonym:
- gin
1. Διαχωρίστε τους σπόρους από (κοτον) με ένα βαμβακερό τζιν
- συνώνυμο:
- τζιν
2. Trap with a snare
- "Gin game"
- synonym:
- gin
2. Παγίδα με ένα παγίδα
- "Παιχνίδι παιχνίδι"
- συνώνυμο:
- τζιν
Examples of using
I'd like a gin and tonic.
Θα ήθελα ένα τζιν και τονωτικό.