Translation meaning & definition of the word "gilt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επίχρυσο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gilt
[Επίχρυσο]/gɪlt/
noun
1. A coating of gold or of something that looks like gold
- synonym:
- gilt ,
- gilding
1. Μια επικάλυψη χρυσού ή κάτι που μοιάζει με χρυσό
- συνώνυμο:
- επίχρυσοσ ,
- επιχρύσωση
adjective
1. Having the deep slightly brownish color of gold
- "Long aureate (or golden) hair"
- "A gold carpet"
- synonym:
- aureate ,
- gilded ,
- gilt ,
- gold ,
- golden
1. Έχοντας το βαθύ ελαφρώς καφετί χρώμα του χρυσού
- "Μακριά βραχιόνια ( χρυσή ) μαλλιά"
- "Ένα χρυσό χαλί"
- συνώνυμο:
- αυτοφυή ,
- επιχρυσωμένο ,
- επίχρυσοσ ,
- χρυσός