Translation meaning & definition of the word "gill" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βουλή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gill
[Βαρβαρότητα]/gɪl/
noun
1. A british imperial capacity unit (liquid or dry) equal to 5 fluid ounces or 142.066 cubic centimeters
- synonym:
- gill
1. Μια βρετανική αυτοκρατορική μονάδα χωρητικότητας (λικυδιού ή ξηρού) ίσο με 5 ουγγιές υγρού ή 142.066 κυβικά εκατοστά
- συνώνυμο:
- αναβολή
2. A united states liquid unit equal to 4 fluid ounces
- synonym:
- gill
2. Μια υγρή μονάδα των ηνωμένων πολιτειών ίση με 4 ρευστές ουγγιές
- συνώνυμο:
- αναβολή
3. Any of the radiating leaflike spore-producing structures on the underside of the cap of a mushroom or similar fungus
- synonym:
- gill ,
- lamella
3. Οποιαδήποτε από τις ακτινοβολούμενες δομές παραγωγής σπορίων στην κάτω πλευρά του καπακιού ενός μανιταριού ή παρόμοιου μύκητα
- συνώνυμο:
- αναβολή ,
- λαμέλα
4. Respiratory organ of aquatic animals that breathe oxygen dissolved in water
- synonym:
- gill ,
- branchia
4. Αναπνευστικό όργανο υδρόβιων ζώων που αναπνέουν οξυγόνο διαλυμένο στο νερό
- συνώνυμο:
- αναβολή ,
- κλαδία