Translation meaning & definition of the word "gigantic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γιγάντιος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gigantic
[Γιγαντιανός]/ʤaɪgæntɪk/
adjective
1. So exceedingly large or extensive as to suggest a giant or mammoth
- "A gigantic redwood"
- "Gigantic disappointment"
- "A mammoth ship"
- "A mammoth multinational corporation"
- synonym:
- gigantic ,
- mammoth
1. Τόσο υπερβολικά μεγάλο ή εκτεταμένο ώστε να προτείνει ένα γίγαντα ή μαμούθ
- "Ένα γιγάντιο κόκκινο ξύλο"
- "Μεγάλη απογοήτευση"
- "Ένα μαμούθ πλοίο"
- "Μια πολυεθνική εταιρεία μαμούθ"
- συνώνυμο:
- γίγαντας ,
- μαμούθ