Translation meaning & definition of the word "gifted" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προικισμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gifted
[Χαρισματικός]/gɪftəd/
adjective
1. Endowed with talent or talents
- "A gifted writer"
- synonym:
- talented ,
- gifted
1. Προικισμένο με ταλέντο ή ταλέντο
- "Προικισμένος συγγραφέας"
- συνώνυμο:
- ταλαντούχος ,
- χαρισματικός
Examples of using
He was very gifted and talented.
Ήταν πολύ ταλαντούχος και πολύ ταλαντούχος.
The artist is gifted.
Ο καλλιτέχνης είναι προικισμένος.
Human beings are gifted with infinite potential.
Τα ανθρώπινα όντα είναι προικισμένα με άπειρες δυνατότητες.