Translation meaning & definition of the word "gift" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δώρο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gift
[Δώρο]/gɪft/
noun
1. Something acquired without compensation
- synonym:
- gift
1. Κάτι που αποκτήθηκε χωρίς αποζημίωση
- συνώνυμο:
- δώρο
2. Natural abilities or qualities
- synonym:
- endowment ,
- gift ,
- talent ,
- natural endowment
2. Φυσικές ικανότητες ή ιδιότητες
- συνώνυμο:
- προικοδότηση ,
- δώρο ,
- ταλέντο ,
- φυσική προσφορά
3. The act of giving
- synonym:
- giving ,
- gift
3. Η πράξη της προσφοράς
- συνώνυμο:
- δίνω ,
- δώρο
verb
1. Give qualities or abilities to
- synonym:
- endow ,
- indue ,
- gift ,
- empower ,
- invest ,
- endue
1. Δώστε τις ιδιότητες ή τις ικανότητες να
- συνώνυμο:
- προικίζω ,
- επαγωγή ,
- δώρο ,
- ενδυνάμωση ,
- επενδύω ,
- αποτελεί πρόβλημα
2. Give as a present
- Make a gift of
- "What will you give her for her birthday?"
- synonym:
- give ,
- gift ,
- present
2. Δώστε ως δώρο
- Κάνω δώρο
- "Τι θα της δώσεις για τα γενέθλιά της?"
- συνώνυμο:
- δίνω ,
- δώρο ,
- παρών
Examples of using
What did you gift him?
Τι του χάρισες?
We wouldn't take such junk even as a gift.
Δεν θα παίρναμε τέτοια σκουπίδια ακόμα και ως δώρο.
Today the postman brought your very sweet gift.
Σήμερα ο ταχυδρόμος έφερε το πολύ γλυκό δώρο σας.