Translation meaning & definition of the word "giddy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παιδί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Giddy
[Παιδί]/gɪdi/
adjective
1. Having or causing a whirling sensation
- Liable to falling
- "Had a dizzy spell"
- "A dizzy pinnacle"
- "Had a headache and felt giddy"
- "A giddy precipice"
- "Feeling woozy from the blow on his head"
- "A vertiginous climb up the face of the cliff"
- synonym:
- dizzy ,
- giddy ,
- woozy ,
- vertiginous
1. Έχοντας ή προκαλώντας μια αίσθηση στροβιλισμού
- Υπό την ευθύνη πτώσης
- "Έχω ένα ζαλισμένο ξόρκι"
- "Ένα ζαλισμένο αποκορύφωμα"
- "Είχα πονοκέφαλο και ένιωσα παιδάκι"
- "Ένας παχύς γκρεμός"
- "Αισθάνεται θολός από το χτύπημα στο κεφάλι του"
- "Μια ιλιγγιώδης ανάβαση στο πρόσωπο του γκρεμού"
- συνώνυμο:
- ζαλισμένος ,
- παιδί ,
- αποτυχημένοσ ,
- ιλιγγιώδησ
2. Lacking seriousness
- Given to frivolity
- "A dizzy blonde"
- "Light-headed teenagers"
- "Silly giggles"
- synonym:
- airheaded ,
- dizzy ,
- empty-headed ,
- featherbrained ,
- giddy ,
- light-headed ,
- lightheaded ,
- silly
2. Έλλειψη σοβαρότητας
- Δίνεται στην επιπολαιότητα
- "Μια ζαλισμένη ξανθιά"
- "Ελαφρά εφήβους"
- "Απίθανα γέλια"
- συνώνυμο:
- αεροπορικώς ,
- ζαλισμένος ,
- ανοιχτόχρωμοσ ,
- φτερουγίζω ,
- παιδί ,
- ελαφρά κεφάλι ,
- ανόητος
Examples of using
My head still felt giddy.
Το κεφάλι μου ακόμα ένιωθε παράξενο.