Translation meaning & definition of the word "ghostly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "χαριτωμένα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ghostly
[Φανταστικά]/goʊstli/
adjective
1. Resembling or characteristic of a phantom
- "A ghostly face at the window"
- "A phantasmal presence in the room"
- "Spectral emanations"
- "Spiritual tappings at a seance"
- synonym:
- apparitional ,
- ghostlike ,
- ghostly ,
- phantasmal ,
- spectral ,
- spiritual
1. Μοιάζει με ή χαρακτηριστικό ενός φαντάσματος
- "Ένα πρόσωπο στο παράθυρο"
- "Μια φαντασμαγορική παρουσία στο δωμάτιο"
- "Φασματικές εκπορεύσεις"
- "Πνευματικές εφαρμογές σε μια κατάληξη"
- συνώνυμο:
- επαναληπτικόσ ,
- φαντάσματα ,
- φανταστικός ,
- φαντασματικόσ ,
- φασματικόσ ,
- πνευματικόσ