Translation meaning & definition of the word "ghetto" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γκέτο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ghetto
[Γκέτο]/gɛtoʊ/
noun
1. Formerly the restricted quarter of many european cities in which jews were required to live
- "The warsaw ghetto"
- synonym:
- ghetto
1. Παλαιότερα το περιορισμένο τέταρτο πολλών ευρωπαϊκών πόλεων στις οποίες οι εβραίοι έπρεπε να ζουν
- "Το γκέτο της βαρσοβίας"
- συνώνυμο:
- γκέτο
2. Any segregated mode of living or working that results from bias or stereotyping
- "The relative security of the gay ghetto"
- "No escape from the ghetto of the typing pool"
- synonym:
- ghetto
2. Κάθε διαχωρισμένο τρόπο ζωής ή εργασίας που προκύπτει από προκατάληψη ή στερεότυπα
- "Η σχετική ασφάλεια του γκέτο των ομοφυλόφιλων"
- "Καμία διαφυγή από το γκέτο της πισίνας πληκτρολόγησης"
- συνώνυμο:
- γκέτο
3. A poor densely populated city district occupied by a minority ethnic group linked together by economic hardship and social restrictions
- synonym:
- ghetto
3. Μια φτωχή πυκνοκατοικημένη πόλη που καταλαμβάνεται από μια μειονοτική εθνική ομάδα που συνδέεται με οικονομικές δυσκολίες και κοινωνικούς περιορισμούς
- συνώνυμο:
- γκέτο