Translation meaning & definition of the word "geyser" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γευστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Geyser
[Θερμοπίδακασ]/gaɪzər/
noun
1. A spring that discharges hot water and steam
- synonym:
- geyser
1. Μια πηγή που απορρίπτει ζεστό νερό και ατμό
- συνώνυμο:
- θερμοπίδακασ
verb
1. To overflow like a geyser
- synonym:
- geyser
1. Να ξεχειλίζει σαν τζεϊζέ
- συνώνυμο:
- θερμοπίδακασ
Examples of using
The geyser sends up a column of hot water every two hours.
Ο θερμαντήρας στέλνει μια στήλη ζεστού νερού κάθε δύο ώρες.