Translation meaning & definition of the word "getaway" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φυγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Getaway
[Απόδραση]/gɛtəwe/
noun
1. The attribute of being capable of rapid acceleration
- "His car has a lot of pickup"
- synonym:
- pickup ,
- getaway
1. Η ιδιότητα του να είναι ικανή για ταχεία επιτάχυνση
- "Το αυτοκίνητό του έχει πολλή παραλαβή"
- συνώνυμο:
- παραλαβή ,
- απόδραση
2. A rapid escape (as by criminals)
- "The thieves made a clean getaway"
- "After the expose he had to take it on the lam"
- synonym:
- getaway ,
- lam
2. Μια γρήγορη απόδραση (από εγκληματίες)
- "Οι κλέφτες έκαναν μια καθαρή απόδραση"
- "Μετά την έκθεση έπρεπε να το πάρει στο φύλλο"
- συνώνυμο:
- απόδραση ,
- λαμ
Examples of using
Tom used his secluded cabin in the woods as a getaway from his hectic life as a company director.
Ο Τομ χρησιμοποίησε την απομονωμένη καμπίνα του στο δάσος ως μια απόδραση από την ταραχώδη ζωή του ως σκηνοθέτης της εταιρείας.