Translation meaning & definition of the word "get" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πάρτε" στην ελληνική γλώσσα
Get
[Πάρτε]noun
1. A return on a shot that seemed impossible to reach and would normally have resulted in a point for the opponent
- synonym:
- get
1. Μια επιστροφή σε μια βολή που φαινόταν αδύνατο να φτάσει και κανονικά θα είχε οδηγήσει σε ένα σημείο για τον αντίπαλο
- συνώνυμο:
- παίρνω
verb
1. Come into the possession of something concrete or abstract
- "She got a lot of paintings from her uncle"
- "They acquired a new pet"
- "Get your results the next day"
- "Get permission to take a few days off from work"
- synonym:
- get ,
- acquire
1. Ελάτε στην κατοχή κάτι συγκεκριμένου ή αφηρημένου
- "Έχει πολλούς πίνακες από τον θείο της"
- "Απέκτησαν ένα νέο κατοικίδιο ζώο"
- "Πάρτε τα αποτελέσματά σας την επόμενη μέρα"
- "Αποκτήστε την άδεια να πάρετε μερικές ημέρες μακριά από την εργασία"
- συνώνυμο:
- παίρνω ,
- αποκτώ
2. Enter or assume a certain state or condition
- "He became annoyed when he heard the bad news"
- "It must be getting more serious"
- "Her face went red with anger"
- "She went into ecstasy"
- "Get going!"
- synonym:
- become ,
- go ,
- get
2. Εισάγετε ή υποθέστε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή προϋπόθεση
- "Ενοχλήθηκε όταν άκουσε τα άσχημα νέα"
- "Πρέπει να γίνει πιο σοβαρό"
- "Το πρόσωπό της έγινε κόκκινο με θυμό"
- "Μπήκε σε έκσταση"
- "Πηγαίνετε!"
- συνώνυμο:
- γίνομαι ,
- πηγαίνω ,
- παίρνω
3. Cause to move
- Cause to be in a certain position or condition
- "He got his squad on the ball"
- "This let me in for a big surprise"
- "He got a girl into trouble"
- synonym:
- get ,
- let ,
- have
3. Αιτία να κινηθεί
- Αιτία να είναι σε μια συγκεκριμένη θέση ή κατάσταση
- "Έβαλε την ομάδα του στην μπάλα"
- "Αυτό με άφησε να περάσω μια μεγάλη έκπληξη"
- "Έβαλε ένα κορίτσι σε μπελάδες"
- συνώνυμο:
- παίρνω ,
- αφήστε ,
- έχω
4. Receive a specified treatment (abstract)
- "These aspects of civilization do not find expression or receive an interpretation"
- "His movie received a good review"
- "I got nothing but trouble for my good intentions"
- synonym:
- receive ,
- get ,
- find ,
- obtain ,
- incur
4. Λάβετε μια συγκεκριμένη θεραπεία (αβάστιχο)
- "Αυτές οι πτυχές του πολιτισμού δεν βρίσκουν έκφραση ούτε λαμβάνουν ερμηνεία"
- "Η ταινία του έλαβε μια καλή κριτική"
- "Δεν είχα τίποτα άλλο παρά πρόβλημα για τις καλές μου προθέσεις"
- συνώνυμο:
- λαμβάνω ,
- παίρνω ,
- βρίσκω ,
- αποκτώ ,
- επιβαρύνω
5. Reach a destination
- Arrive by movement or progress
- "She arrived home at 7 o'clock"
- "She didn't get to chicago until after midnight"
- synonym:
- arrive ,
- get ,
- come
5. Φτάνω σε έναν προορισμό
- Φτάστε με κίνηση ή πρόοδο
- "Έφτασε στο σπίτι στις 7 η ώρα"
- "Δεν έφτασε στο σικάγο μέχρι τα μεσάνυχτα"
- συνώνυμο:
- φθάνω ,
- παίρνω ,
- ελάτε
6. Go or come after and bring or take back
- "Get me those books over there, please"
- "Could you bring the wine?"
- "The dog fetched the hat"
- synonym:
- bring ,
- get ,
- convey ,
- fetch
6. Πηγαίνετε ή ελάτε μετά και φέρτε ή πάρτε πίσω
- "Πάρε μου αυτά τα βιβλία εκεί, σε παρακαλώ"
- "Μπορείς να φέρεις το κρασί?"
- "Ο σκύλος έφερε το καπέλο"
- συνώνυμο:
- φέρνω ,
- παίρνω ,
- μεταφέρω ,
- φετίχ
7. Go through (mental or physical states or experiences)
- "Get an idea"
- "Experience vertigo"
- "Get nauseous"
- "Receive injuries"
- "Have a feeling"
- synonym:
- experience ,
- receive ,
- have ,
- get
7. Πηγαίνετε μέσω (-μυστικές ή φυσικές καταστάσεις ή εμπειρίες)
- "Πάρε μια ιδέα"
- "Ίλιγγος εμπειρίας"
- "Πάρτε ναυτία"
- "Λήψη τραυματισμών"
- "Έχετε ένα συναίσθημα"
- συνώνυμο:
- εμπειρία ,
- λαμβάνω ,
- έχω ,
- παίρνω
8. Take vengeance on or get even
- "We'll get them!"
- "That'll fix him good!"
- "This time i got him"
- synonym:
- pay back ,
- pay off ,
- get ,
- fix
8. Πάρτε εκδίκηση ή ακόμη και
- "Θα τα πάρουμε!"
- "Αυτό θα τον φτιάξει καλό!"
- "Αυτή τη φορά τον πήρα"
- συνώνυμο:
- επιστρέφω ,
- αποδίδω ,
- παίρνω ,
- διορθώνω
9. Achieve a point or goal
- "Nicklaus had a 70"
- "The brazilian team got 4 goals"
- "She made 29 points that day"
- synonym:
- have ,
- get ,
- make
9. Επίτευξη ενός σημείου ή στόχου
- "Ο νικλάους είχε 70"
- "Η βραζιλιάνικη ομάδα πήρε 4 γκολ"
- "Έβαλε 29 πόντους εκείνη την ημέρα"
- συνώνυμο:
- έχω ,
- παίρνω ,
- βγάζω
10. Cause to do
- Cause to act in a specified manner
- "The ads induced me to buy a vcr"
- "My children finally got me to buy a computer"
- "My wife made me buy a new sofa"
- synonym:
- induce ,
- stimulate ,
- cause ,
- have ,
- get ,
- make
10. Επιτάσσω
- Αιτία να ενεργεί με συγκεκριμένο τρόπο
- "Οι διαφημίσεις με προκάλεσαν να αγοράσω ένα εσπ"
- "Τα παιδιά μου τελικά με έκαναν να αγοράσω έναν υπολογιστή"
- "Η γυναίκα μου με έκανε να αγοράσω έναν καναπέ"
- συνώνυμο:
- προκαλώ ,
- τονώνω ,
- αιτία ,
- έχω ,
- παίρνω ,
- βγάζω
11. Succeed in catching or seizing, especially after a chase
- "We finally got the suspect"
- "Did you catch the thief?"
- synonym:
- get ,
- catch ,
- capture
11. Πετύχει να πιάσει ή να καταλάβει, ειδικά μετά από ένα κυνηγητό
- "Τελικά πήραμε τον ύποπτο"
- "Πιάσατε τον κλέφτη?"
- συνώνυμο:
- παίρνω ,
- αλιεύω ,
- καταγράφω
12. Come to have or undergo a change of (physical features and attributes)
- "He grew a beard"
- "The patient developed abdominal pains"
- "I got funny spots all over my body"
- "Well-developed breasts"
- synonym:
- grow ,
- develop ,
- produce ,
- get ,
- acquire
12. Ελάτε να έχετε ή να υποβληθεί σε αλλαγή των (φυσικών χαρακτηριστικών και των χαρακτηριστικών)
- "Μεγάλωσε μια γενειάδα"
- "Ο ασθενής ανέπτυξε κοιλιακούς πόνους"
- "Έχω αστεία σημεία σε όλο μου το σώμα"
- "Καλά ανεπτυγμένα στήθη"
- συνώνυμο:
- μεγαλώνω ,
- αναπτύσσω ,
- προϊόν ,
- παίρνω ,
- αποκτώ
13. Be stricken by an illness, fall victim to an illness
- "He got aids"
- "She came down with pneumonia"
- "She took a chill"
- synonym:
- contract ,
- take ,
- get
13. Να πληγείτε από μια ασθένεια, να πέσετε θύμα ασθένειας
- "Έχει βοηθήματα"
- "Έπεσε με πνευμονία"
- "Πήρε μια ψύχρα"
- συνώνυμο:
- σύμβαση ,
- παίρνω
14. Communicate with a place or person
- Establish communication with, as if by telephone
- "Bill called this number and he got mary"
- "The operator couldn't get kobe because of the earthquake"
- synonym:
- get
14. Επικοινωνήστε με ένα μέρος ή άτομο
- Επικοινωνήστε μαζί τους, σαν να είναι τηλεφωνικά
- "Αγόρασε αυτόν τον αριθμό και πήρε τη μαίρη"
- "Ο χειριστής δεν μπορούσε να πάρει τον κόμπε λόγω του σεισμού"
- συνώνυμο:
- παίρνω
15. Give certain properties to something
- "Get someone mad"
- "She made us look silly"
- "He made a fool of himself at the meeting"
- "Don't make this into a big deal"
- "This invention will make you a millionaire"
- "Make yourself clear"
- synonym:
- make ,
- get
15. Δώστε ορισμένες ιδιότητες σε κάτι
- "Κάνε κάποιον τρελό"
- "Μας έκανε να φαινόμαστε ανόητοι"
- "Ανόητος τον εαυτό του στη συνάντηση"
- "Μην το κάνετε αυτό μεγάλο θέμα"
- "Αυτή η εφεύρεση θα σας κάνει εκατομμυριούχο"
- "Κάνε τον εαυτό σου σαφή"
- συνώνυμο:
- βγάζω ,
- παίρνω
16. Move into a desired direction of discourse
- "What are you driving at?"
- synonym:
- drive ,
- get ,
- aim
16. Μετακινηθείτε σε μια επιθυμητή κατεύθυνση του λόγου
- "Σε τι οδηγείς?"
- συνώνυμο:
- οδηγώ ,
- παίρνω ,
- στόχος
17. Grasp with the mind or develop an understanding of
- "Did you catch that allusion?"
- "We caught something of his theory in the lecture"
- "Don't catch your meaning"
- "Did you get it?"
- "She didn't get the joke"
- "I just don't get him"
- synonym:
- catch ,
- get
17. Να αντιλαμβάνεστε το μυαλό σας ή να αναπτύξετε μια κατανόηση του
- "Πιάσατε αυτή την αυταπάτη?"
- "Πιάσαμε κάτι από τη θεωρία του στη διάλεξη"
- "Μην πιάσεις το νόημά σου"
- "Το πήρες?"
- "Δεν πήρε το αστείο"
- "Απλά δεν τον παίρνω"
- συνώνυμο:
- αλιεύω ,
- παίρνω
18. Attract and fix
- "His look caught her"
- "She caught his eye"
- "Catch the attention of the waiter"
- synonym:
- catch ,
- arrest ,
- get
18. Προσελκύστε και διορθώστε
- "Το βλέμμα της την έπιασε"
- "Έπιασε το μάτι του"
- "Ελέγξτε την προσοχή του σερβιτόρου"
- συνώνυμο:
- αλιεύω ,
- σύλληψη ,
- παίρνω
19. Reach with a blow or hit in a particular spot
- "The rock caught her in the back of the head"
- "The blow got him in the back"
- "The punch caught him in the stomach"
- synonym:
- get ,
- catch
19. Φτάστε με ένα χτύπημα ή χτύπημα σε ένα συγκεκριμένο σημείο
- "Ο βράχος την έπιασε στο πίσω μέρος του κεφαλιού"
- "Το χτύπημα τον έβαλε στην πλάτη"
- "Η γροθιά τον έπιασε στο στομάχι"
- συνώνυμο:
- παίρνω ,
- αλιεύω
20. Reach by calculation
- "What do you get when you add up these numbers?"
- synonym:
- get
20. Προσεγγίστε με υπολογισμό
- "Τι παίρνεις όταν προσθέτεις αυτούς τους αριθμούς?"
- συνώνυμο:
- παίρνω
21. Acquire as a result of some effort or action
- "You cannot get water out of a stone"
- "Where did she get these news?"
- synonym:
- get
21. Αποκτήστε ως αποτέλεσμα κάποιας προσπάθειας ή δράσης
- "Δεν μπορείς να βγάλεις νερό από μια πέτρα"
- "Που πήρε αυτά τα νέα?"
- συνώνυμο:
- παίρνω
22. Purchase
- "What did you get at the toy store?"
- synonym:
- get
22. Αγορά
- "Τι πήρατε στο κατάστημα παιχνιδιών?"
- συνώνυμο:
- παίρνω
23. Perceive by hearing
- "I didn't catch your name"
- "She didn't get his name when they met the first time"
- synonym:
- catch ,
- get
23. Αντιλαμβάνεται με την ακοή
- "Δεν πήρα το όνομά σου"
- "Δεν πήρε το όνομά του όταν συναντήθηκαν την πρώτη φορά"
- συνώνυμο:
- αλιεύω ,
- παίρνω
24. Suffer from the receipt of
- "She will catch hell for this behavior!"
- synonym:
- catch ,
- get
24. Υποφέρω από την παραλαβή του
- "Θα πιάσει την κόλαση για αυτή τη συμπεριφορά!"
- συνώνυμο:
- αλιεύω ,
- παίρνω
25. Receive as a retribution or punishment
- "He got 5 years in prison"
- synonym:
- get ,
- receive
25. Λάβετε ως αντίποινα ή τιμωρία
- "Έπιασε 5 χρόνια φυλάκιση"
- συνώνυμο:
- παίρνω ,
- λαμβάνω
26. Leave immediately
- Used usually in the imperative form
- "Scram!"
- synonym:
- scram ,
- buzz off ,
- fuck off ,
- get ,
- bugger off
26. Φύγετε αμέσως
- Χρησιμοποιείται συνήθως στην επιτακτική μορφή
- "Σχάρα!"
- συνώνυμο:
- παραπονούμαι ,
- αποτυγχάνω ,
- παραπονιέμαι ,
- παίρνω ,
- απογειώνομαι
27. Reach and board
- "She got the bus just as it was leaving"
- synonym:
- get
27. Πλησίαση και πίνακας
- "Πήρε το λεωφορείο όπως έφευγε"
- συνώνυμο:
- παίρνω
28. Irritate
- "Her childish behavior really get to me"
- "His lying really gets me"
- synonym:
- get ,
- get under one's skin
28. Ερεθίζω
- "Η παιδική του συμπεριφορά πραγματικά φτάνει σε μένα"
- "Το ψέμα με παίρνει πραγματικά"
- συνώνυμο:
- παίρνω ,
- πάρτε κάτω από το δέρμα κάποιου
29. Evoke an emotional response
- "Brahms's `requiem' gets me every time"
- synonym:
- get
29. Προκαλέστε μια συναισθηματική αντίδραση
- "Ο μπραμς με παίρνει κάθε φορά"
- συνώνυμο:
- παίρνω
30. Apprehend and reproduce accurately
- "She really caught the spirit of the place in her drawings"
- "She got the mood just right in her photographs"
- synonym:
- catch ,
- get
30. Συλλάβετε και αναπαραγάγετε με ακρίβεια
- "Πραγματικά έπιασε το πνεύμα του τόπου στα σχέδιά της"
- "Έχει τη διάθεση ακριβώς στις φωτογραφίες της"
- συνώνυμο:
- αλιεύω ,
- παίρνω
31. Earn or achieve a base by being walked by the pitcher
- "He drew a base on balls"
- synonym:
- draw ,
- get
31. Κερδίστε ή να επιτύχετε μια βάση με το περπάτημα από τη στάμνα
- "Σχεδίασε μια βάση σε μπάλες"
- συνώνυμο:
- παίρνω
32. Overcome or destroy
- "The ice storm got my hibiscus"
- "The cat got the goldfish"
- synonym:
- get
32. Ξεπεράστε ή καταστρέψτε
- "Η καταιγίδα πάγου πήρε τον ιβίσκο μου"
- "Η γάτα πήρε το χρυσόψαρο"
- συνώνυμο:
- παίρνω
33. Be a mystery or bewildering to
- "This beats me!"
- "Got me--i don't know the answer!"
- "A vexing problem"
- "This question really stuck me"
- synonym:
- perplex ,
- vex ,
- stick ,
- get ,
- puzzle ,
- mystify ,
- baffle ,
- beat ,
- pose ,
- bewilder ,
- flummox ,
- stupefy ,
- nonplus ,
- gravel ,
- amaze ,
- dumbfound
33. Να είσαι μυστήριο ή να είσαι μπερδεμένος με
- "Αυτό με χτυπάει!"
- "Πήγαινέ με- δεν ξέρω την απάντηση!"
- "Ένα πρόβλημα"
- "Αυτή η ερώτηση με τράβηξε πραγματικά"
- συνώνυμο:
- περίπλοκοσ ,
- βεχ ,
- κολλώ ,
- παίρνω ,
- παζλ ,
- μυστικοποιώ ,
- παλλόμενοσ ,
- νικητής ,
- πόζα ,
- μπερδεμένοσ ,
- φλουμουντ ,
- πανούργοσ ,
- αποσυνδέεται ,
- χαλίκι ,
- αμαντί ,
- αλτήρασ
34. Take the first step or steps in carrying out an action
- "We began working at dawn"
- "Who will start?"
- "Get working as soon as the sun rises!"
- "The first tourists began to arrive in cambodia"
- "He began early in the day"
- "Let's get down to work now"
- synonym:
- get down ,
- begin ,
- get ,
- start out ,
- start ,
- set about ,
- set out ,
- commence
34. Κάντε το πρώτο βήμα ή βήματα για την εκτέλεση μιας ενέργειας
- "Αρχίσαμε να δουλεύουμε την αυγή"
- "Ποιος θα ξεκινήσει?"
- "Λειτουργήστε μόλις ανατείλει ο ήλιος!"
- "Οι πρώτοι τουρίστες άρχισαν να φτάνουν στην καμπότζη"
- "Ξεκίνησε νωρίς την ημέρα"
- "Ας κατέβουμε στη δουλειά τώρα"
- συνώνυμο:
- κατεβαίνω ,
- αρχίζω ,
- παίρνω ,
- ξεκινώ ,
- περιπλανώμαι
35. Undergo (as of injuries and illnesses)
- "She suffered a fracture in the accident"
- "He had an insulin shock after eating three candy bars"
- "She got a bruise on her leg"
- "He got his arm broken in the scuffle"
- synonym:
- suffer ,
- sustain ,
- have ,
- get
35. Υποβάλλονται σε (α τραυματισμών και ασθενειών)
- "Υπέστη κάταγμα στο ατύχημα"
- "Είχε ένα σοκ ινσουλίνης αφού έφαγε τρεις μπάρες καραμέλας"
- "Έχει ένα μώλωπας στο πόδι της"
- "Έχει το χέρι του σπασμένο στο ανακάτεμα"
- συνώνυμο:
- υποφέρω ,
- συντηρώ ,
- έχω ,
- παίρνω
36. Make children
- "Abraham begot isaac"
- "Men often father children but don't recognize them"
- synonym:
- beget ,
- get ,
- engender ,
- father ,
- mother ,
- sire ,
- generate ,
- bring forth
36. Κάνω παιδιά
- "Ο αβραάμ γέννησε τον ισαάκ"
- "Οι άνδρες συχνά πατέρα παιδιά, αλλά δεν τα αναγνωρίζουν"
- συνώνυμο:
- παρακινώ ,
- παίρνω ,
- προκαλώ ,
- πατέρας ,
- μητέρα ,
- ενοικίαση ,
- παράγω ,
- παραδίδω