Translation meaning & definition of the word "gestation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατεύθυνση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gestation
[Κυοφορία]/ʤɛsteʃən/
noun
1. The period during which an embryo develops (about 266 days in humans)
- synonym:
- gestation ,
- gestation period
1. Η περίοδος κατά την οποία αναπτύσσεται ένα έμβρυο (περίπου 266 ημέρες στον άνθρωπο)
- συνώνυμο:
- κύηση ,
- περίοδος κύησης
2. The state of being pregnant
- The period from conception to birth when a woman carries a developing fetus in her uterus
- synonym:
- pregnancy ,
- gestation ,
- maternity
2. Η κατάσταση της εγκυμοσύνης
- Η περίοδος από τη σύλληψη μέχρι τη γέννηση όταν μια γυναίκα φέρει ένα αναπτυσσόμενο έμβρυο στη μήτρα της
- συνώνυμο:
- εγκυμοσύνη ,
- κύηση ,
- μητρότητα
3. The conception and development of an idea or plan
- synonym:
- gestation
3. Η σύλληψη και η ανάπτυξη μιας ιδέας ή ενός σχεδίου
- συνώνυμο:
- κύηση