Translation meaning & definition of the word "gerund" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "γερούν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gerund
[Γκέραντ]/ʤɛrənd/
noun
1. A noun formed from a verb (such as the `-ing' form of an english verb when used as a noun)
- synonym:
- gerund
1. Ένα ουσιαστικό που σχηματίζεται από ένα ρήμα (όπως η `πρωτότυπη μορφή ενός αγγλικού ρήματος όταν χρησιμοποιείται ως νουν)
- συνώνυμο:
- γκερούντ