Translation meaning & definition of the word "gerrymander" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κερμαντέρ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gerrymander
[Γερυμάνδρο]/ʤɛrimændər/
noun
1. An act of gerrymandering (dividing a voting area so as to give your own party an unfair advantage)
- synonym:
- gerrymander
1. Μια πράξη της γερμανοποίησης (διαίρεση μιας περιοχής ψηφοφορίας, έτσι ώστε να δώσει στο κόμμα σας ένα άδικο πλεονέκτημα)
- συνώνυμο:
- γερμυμάντης
verb
1. Divide unfairly and to one's advantage
- Of voting districts
- synonym:
- gerrymander
1. Διαιρέστε άδικα και προς όφελος κάποιου
- Περιφέρειες ψηφοφορίας
- συνώνυμο:
- γερμυμάντης