Translation meaning & definition of the word "geometry" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γεωμετρία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Geometry
[Γεωμετρία]/ʤiɑmətri/
noun
1. The pure mathematics of points and lines and curves and surfaces
- synonym:
- geometry
1. Τα καθαρά μαθηματικά των σημείων και των γραμμών και των καμπυλών και των επιφανειών
- συνώνυμο:
- γεωμετρία
Examples of using
We're having an examination in geometry tomorrow.
Αύριο έχουμε μια εξέταση στη γεωμετρία.
He is well versed in geometry.
Είναι πολύ έμπειρος στη γεωμετρία.
The Greeks made theoretical models of geometry.
Οι Έλληνες δημιούργησαν θεωρητικά μοντέλα γεωμετρίας.