Translation meaning & definition of the word "geometric" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γεωμετρική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Geometric
[Γεωμετρική]/ʤiəmɛtrɪk/
adjective
1. Characterized by simple geometric forms in design and decoration
- "A buffalo hide painted with red and black geometric designs"
- synonym:
- geometric ,
- geometrical
1. Χαρακτηρίζεται από απλές γεωμετρικές μορφές στο σχεδιασμό και τη διακόσμηση
- "Ένα βουβαλίσιο κρησφύγετο βαμμένο με κόκκινα και μαύρα γεωμετρικά σχέδια"
- συνώνυμο:
- γεωμετρικός ,
- γεωμετρικά
2. Of or relating to or determined by geometry
- synonym:
- geometric ,
- geometrical
2. Από ή σχετίζονται ή καθορίζονται από τη γεωμετρία
- συνώνυμο:
- γεωμετρικός ,
- γεωμετρικά