Translation meaning & definition of the word "geologist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γεωλόγος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Geologist
[Γεωλόγος]/ʤiɑləʤəst/
noun
1. A specialist in geology
- synonym:
- geologist
1. Ειδικός στη γεωλογία
- συνώνυμο:
- γεωλόγος
Examples of using
The young Russian geologist hammered off a piece of the stone and minutely examined it. "Basalt!" - he cried rapturously, passing a fragment of the rock to his German colleague.
Ο νεαρός Ρώσος γεωλόγος σφυρηλάτησε ένα κομμάτι της πέτρας και το εξέτασε λεπτομερώς. "Βασάλτης!" - φώναξε αρπακτικά, περνώντας ένα κομμάτι του βράχου στον Γερμανό συνάδελφό του.
Marcos is a geologist.
Ο Μάρκος είναι γεωλόγος.