Translation meaning & definition of the word "geological" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γεωλογικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Geological
[Γεωλογική]/ʤiəlɑʤɪkəl/
adjective
1. Of or relating to or based on geology
- "Geological formations"
- "Geologic forces"
- synonym:
- geological ,
- geologic
1. Από ή σχετίζονται ή βασίζονται σε γεωλογία
- "Γεωλογικοί σχηματισμοί"
- "Γεωλογικές δυνάμεις"
- συνώνυμο:
- γεωλογικός ,
- γεωλογική