Translation meaning & definition of the word "geography" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γεωγραφία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Geography
[Γεωγραφία]/ʤiɑgrəfi/
noun
1. Study of the earth's surface
- Includes people's responses to topography and climate and soil and vegetation
- synonym:
- geography ,
- geographics
1. Μελέτη της επιφάνειας της γης
- Περιλαμβάνει τις απαντήσεις των ανθρώπων στην τοπογραφία και το κλίμα και το έδαφος και τη βλάστηση
- συνώνυμο:
- γεωγραφία ,
- γεωγραφικά
Examples of using
I teach geography.
Διδάσκω γεωγραφία.
A map helps us study geography.
Ένας χάρτης μας βοηθά να μελετήσουμε τη γεωγραφία.
They had little information about geography.
Δεν είχαν πολλές πληροφορίες για τη γεωγραφία.