Translation meaning & definition of the word "geographic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γεωγραφική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Geographic
[Γεωγραφική]/ʤiəgræfɪk/
adjective
1. Of or relating to the science of geography
- synonym:
- geographic ,
- geographical
1. Από ή σχετίζονται με την επιστήμη της γεωγραφίας
- συνώνυμο:
- γεωγραφική ,
- γεωγραφικός
2. Determined by geography
- "The north and south geographic poles"
- synonym:
- geographic ,
- geographical
2. Καθορίζεται από τη γεωγραφία
- "Ο βόρειος και ο νότιος γεωγραφικός πόλος"
- συνώνυμο:
- γεωγραφική ,
- γεωγραφικός