Translation meaning & definition of the word "genuineness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γεννητικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Genuineness
[Γνησιότητα]/ʤɛnjəwənɪs/
noun
1. The state of being genuine
- synonym:
- genuineness
1. Η κατάσταση του να είσαι αληθινός
- συνώνυμο:
- γνησιότητα
2. Undisputed credibility
- synonym:
- authenticity ,
- genuineness ,
- legitimacy
2. Αδιαμφισβήτητη αξιοπιστία
- συνώνυμο:
- αυθεντικότητα ,
- γνησιότητα ,
- νομιμότητα