Translation meaning & definition of the word "gentleness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επείγον" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gentleness
[Ευγενέσ]/ʤɛntəlnəs/
noun
1. The property possessed by a slope that is very gradual
- synonym:
- gradualness ,
- gentleness
1. Το ακίνητο κατέχεται από μια πλαγιά που είναι πολύ σταδιακή
- συνώνυμο:
- σταδιακή ,
- ευγένεια
2. Acting in a manner that is gentle and mild and even-tempered
- "His fingers have learned gentleness"
- "Suddenly her gigantic power melted into softness for the baby"
- "Even in the pulpit there are moments when mildness of manner is not enough"
- synonym:
- gentleness ,
- softness ,
- mildness
2. Ενεργώντας με τρόπο που είναι ήπιος και ομοιόμορφος
- "Τα δάχτυλά του έχουν μάθει την ευγένεια"
- "Ξαφνικά η γιγαντιαία δύναμή της έλιωσε σε απαλότητα για το μωρό"
- "Ακόμα και στον άμβωνα υπάρχουν στιγμές που η ηπιότητα του τρόπου δεν είναι αρκετή"
- συνώνυμο:
- ευγένεια ,
- απαλότητα ,
- ηπιότητα