Translation meaning & definition of the word "gentile" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επαγγελματική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gentile
[Εθνικός]/ʤɛntaɪl/
noun
1. A person who does not acknowledge your god
- synonym:
- heathen ,
- pagan ,
- gentile ,
- infidel
1. Είναι ένας άνθρωπος που δεν αναγνωρίζει τον θεό σου
- συνώνυμο:
- ειδωλολάτρησ ,
- ειδωλολατρικός ,
- ευγενήσ ,
- άπιστοσ
2. A person who is not a member of one's own religion
- Used in this sense by mormons and hindus
- synonym:
- gentile
2. Ένα άτομο που δεν είναι μέλος της θρησκείας του
- Χρησιμοποιείται με αυτή την έννοια από τους μορμόνους και τους ινδουιστές
- συνώνυμο:
- ευγενήσ
3. A christian as contrasted with a jew
- synonym:
- gentile ,
- non-Jew ,
- goy
3. Ένας χριστιανός σε αντίθεση με έναν εβραίο
- συνώνυμο:
- ευγενήσ ,
- μη Εβραίος ,
- αναβλύζω
4. A christian
- "Christians refer to themselves as gentiles"
- synonym:
- gentile
4. Ένας χριστιανός
- "Οι χριστιανοί αναφέρονται στον εαυτό τους ως εθνικοί"
- συνώνυμο:
- ευγενήσ
adjective
1. Belonging to or characteristic of non-jewish peoples
- synonym:
- gentile
1. Ανήκουν ή χαρακτηριστικά των μη εβραϊκών λαών
- συνώνυμο:
- ευγενήσ