Translation meaning & definition of the word "gent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επείγον" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gent
[Κύριος]/ʤɛnt/
noun
1. Informal abbreviation of `gentleman'
- synonym:
- gent
1. Ανεπίσημη συντομογραφία του `άδελφου'
- συνώνυμο:
- ευγενήσ
2. A boy or man
- "That chap is your host"
- "There's a fellow at the door"
- "He's a likable cuss"
- "He's a good bloke"
- synonym:
- chap ,
- fellow ,
- feller ,
- fella ,
- lad ,
- gent ,
- blighter ,
- cuss ,
- bloke
2. Ένα αγόρι ή ένας άνθρωπος
- "Αυτό το παρεκκλήσι είναι ο οικοδεσπότης σας"
- "Υπάρχει ένας άνθρωπος στην πόρτα"
- "Είναι ένα συμπαθητικό μουνί"
- "Είναι ένας καλός μπλοκ"
- συνώνυμο:
- παρεκκλήσι ,
- συνάδελφοσ ,
- πέφτων ,
- φέλα ,
- παιδί ,
- ευγενήσ ,
- φωτεινότερη ,
- περίβλημα ,
- μπλουκ
3. Port city in northwestern belgium and industrial center
- Famous for cloth industry
- synonym:
- Gent ,
- Gand ,
- Ghent
3. Πόλη λιμένων στο βορειοδυτικό βέλγιο και το βιομηχανικό κέντρο
- Διάσημος για τη βιομηχανία υφασμάτων
- συνώνυμο:
- Κύριος ,
- Γκάντι ,
- Γάνδη