Translation meaning & definition of the word "gens" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντικείμενα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gens
[Αποκτήματα]/ʤɛnz/
noun
1. Family based on male descent
- "He had no sons and there was no one to carry on his name"
- synonym:
- name ,
- gens
1. Οικογένεια με βάση την ανδρική καταγωγή
- "Δεν είχε γιους και δεν υπήρχε κανείς να συνεχίσει το όνομά του"
- συνώνυμο:
- όνομα ,
- φενς