Translation meaning & definition of the word "genial" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γενικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Genial
[Γενετική]/ʤinjəl/
adjective
1. Diffusing warmth and friendliness
- "An affable smile"
- "An amiable gathering"
- "Cordial relations"
- "A cordial greeting"
- "A genial host"
- synonym:
- affable ,
- amiable ,
- cordial ,
- genial
1. Διάχυση ζεστασιάς και φιλικότητας
- "Ένα ευχάριστο χαμόγελο"
- "Μια αξιόπιστη συγκέντρωση"
- "Καταπληκτικές σχέσεις"
- "Ένας εγκάρσιος χαιρετισμός"
- "Μια γενική οικοδέσποινα"
- συνώνυμο:
- ευπαθήσ ,
- ευγενικός ,
- εγκάρδια ,
- γενικό
2. Of or relating to the chin or median part of the lower jaw
- synonym:
- genial ,
- mental
2. Από ή σχετίζονται με το πηγούνι ή το μέσο τμήμα της κάτω γνάθου
- συνώνυμο:
- γενικό ,
- ψυχικόσ
3. Agreeable, conducive to comfort
- "A dry climate kind to asthmatics"
- "The genial sunshine"
- "Hot summer pavements are anything but kind to the feet"
- synonym:
- kind ,
- genial
3. Ευχάριστο, ευνοϊκό για την άνεση
- "Ένα είδος ξηρού κλίματος στους ασθματικούς"
- "Η ηλιοφάνεια των γονιδίων"
- "Τα ζεστά καλοκαιρινά πεζοδρόμια είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από ευγενικά στα πόδια"
- συνώνυμο:
- καλόσ ,
- γενικό