Translation meaning & definition of the word "generous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γενναίος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Generous
[Γενναιόδωροσ]/ʤɛnərəs/
adjective
1. Willing to give and share unstintingly
- "A generous donation"
- synonym:
- generous
1. Πρόθυμοι να δώσουν και να μοιραστούν ασταμάτητα
- "Μια γενναιόδωρη δωρεά"
- συνώνυμο:
- γενναιόδωρος
2. Not petty in character and mind
- "Unusually generous in his judgment of people"
- synonym:
- generous
2. Όχι ασήμαντος στο χαρακτήρα και το μυαλό
- "Ασυνήθιστα γενναιόδωρος στην κρίση του για τους ανθρώπους"
- συνώνυμο:
- γενναιόδωρος
3. More than adequate
- "A generous portion"
- synonym:
- generous
3. Περισσότερο από επαρκές
- "Μια γενναιόδωρη μερίδα"
- συνώνυμο:
- γενναιόδωρος
Examples of using
You're very generous.
Είσαι πολύ γενναιόδωρος.
But let me thank you for your generous words, at least. I have had none spoken to me in so long.
Αλλά επιτρέψτε μου να σας ευχαριστήσω για τα γενναιόδωρα λόγια σας, τουλάχιστον. Δεν μου είχε μιλήσει κανείς τόσο καιρό.
He is generous to his opponents.
Είναι γενναιόδωρος με τους αντιπάλους του.