Translation meaning & definition of the word "generosity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γενναιοδωρία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Generosity
[Γενναιοδωρία]/ʤɛnərɑsəti/
noun
1. The trait of being willing to give your money or time
- synonym:
- generosity ,
- generousness
1. Το χαρακτηριστικό του να είσαι πρόθυμος να δώσεις τα χρήματα ή το χρόνο σου
- συνώνυμο:
- γενναιοδωρία
2. Acting generously
- synonym:
- generosity ,
- unselfishness
2. Ενεργώντας γενναιόδωρα
- συνώνυμο:
- γενναιοδωρία ,
- ανιδιοτέλεια