Translation meaning & definition of the word "generic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γενική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Generic
[Γενόσημο]/ʤənɛrɪk/
noun
1. A wine that is a blend of several varieties of grapes with no one grape predominating
- A wine that does not carry the name of any specific grape
- synonym:
- generic ,
- generic wine
1. Ένα κρασί που είναι ένα μείγμα από διάφορες ποικιλίες σταφυλιών χωρίς ένα σταφύλι να κυριαρχεί
- Ένα κρασί που δεν μεταφέρει το όνομα συγκεκριμένου σταφυλιού
- συνώνυμο:
- γενικός ,
- γενόσημο κρασί
2. Any product that can be sold without a brand name
- synonym:
- generic
2. Οποιοδήποτε προϊόν μπορεί να πωληθεί χωρίς εμπορικό σήμα
- συνώνυμο:
- γενικός
adjective
1. Relating to or common to or descriptive of all members of a genus
- "The generic name"
- synonym:
- generic
1. Σχετικά ή κοινά ή περιγραφικά όλων των μελών ενός γένους
- "Το γενικό όνομα"
- συνώνυμο:
- γενικός
2. (of drugs) not protected by trademark
- "`acetaminophen' is the generic form of the proprietary drug `tylenol'"
- synonym:
- generic
2. (των φαρμάκων) δεν προστατεύεται από το εμπορικό σήμα
- "Η ακεταμινοφαίνη είναι η γενική μορφή του ιδιόκτητου φαρμάκου `τυλενόλη'"
- συνώνυμο:
- γενικός
3. Applicable to an entire class or group
- "Is there a generic asian mind?"
- synonym:
- generic
3. Ισχύει για μια ολόκληρη κατηγορία ή ομάδα
- "Υπάρχει ένα γενικό ασιατικό μυαλό?"
- συνώνυμο:
- γενικός