Translation meaning & definition of the word "generate" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "γεννά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Generate
[Γεννώ]/ʤɛnəret/
verb
1. Bring into existence
- "The new manager generated a lot of problems"
- "The computer bug generated chaos in the office"
- "The computer generated this image"
- "The earthquake generated a tsunami"
- synonym:
- generate ,
- bring forth
1. Φέρνω στην ύπαρξη
- "Ο νέος διευθυντής δημιούργησε πολλά προβλήματα"
- "Το σφάλμα του υπολογιστή προκάλεσε χάος στο γραφείο"
- "Ο υπολογιστής δημιούργησε αυτήν την εικόνα"
- "Ο σεισμός προκάλεσε τσουνάμι"
- συνώνυμο:
- δημιουργώ ,
- φέρνω
2. Give or supply
- "The cow brings in 5 liters of milk"
- "This year's crop yielded 1,000 bushels of corn"
- "The estate renders some revenue for the family"
- synonym:
- render ,
- yield ,
- return ,
- give ,
- generate
2. Δώσε ή προμήθευσε
- "Η αγελάδα φέρνει 5 λίτρα γάλα"
- "Η φετινή καλλιέργεια απέδωσε 1.000 μπουσέλ καλαμποκιού"
- "Το κτήμα αποδίδει κάποια έσοδα για την οικογένεια"
- συνώνυμο:
- αποδίδω ,
- απόδοση ,
- επιστροφή ,
- δίνω ,
- δημιουργώ
3. Produce (energy)
- "We can't generate enough power for the entire city"
- "The hydroelectric plant needs to generate more electricity"
- synonym:
- generate
3. Παραγωγή (ενέργεια)
- "Δεν μπορούμε να παράγουμε αρκετή ισχύ για ολόκληρη την πόλη"
- "Το υδροηλεκτρικό εργοστάσιο πρέπει να παράγει περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια"
- συνώνυμο:
- δημιουργώ
4. Make children
- "Abraham begot isaac"
- "Men often father children but don't recognize them"
- synonym:
- beget ,
- get ,
- engender ,
- father ,
- mother ,
- sire ,
- generate ,
- bring forth
4. Κάντε παιδιά
- "Ο αβραάμ γέννησε τον ισαάκ"
- "Οι άντρες συχνά κάνουν παιδιά αλλά δεν τα αναγνωρίζουν"
- συνώνυμο:
- γεννώ ,
- παίρνω ,
- εμπνέω ,
- πατέρας ,
- μητέρα ,
- κύριε ,
- δημιουργώ ,
- φέρνω
Examples of using
Nuclear power is used to generate electricity.
Η πυρηνική ενέργεια χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Nuclear power is used to generate electricity.
Η πυρηνική ενέργεια χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.