Translation meaning & definition of the word "generalize" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γενίκευση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Generalize
[Γενικεύω]/ʤɛnərəlaɪz/
verb
1. Draw from specific cases for more general cases
- synonym:
- generalize ,
- generalise ,
- extrapolate ,
- infer
1. Αντλήστε από συγκεκριμένες περιπτώσεις για πιο γενικές περιπτώσεις
- συνώνυμο:
- γενικεύω ,
- προπολεμά ,
- συμπεραίνω
2. Speak or write in generalities
- synonym:
- generalize ,
- generalise
2. Μιλήστε ή γράψτε γενικά
- συνώνυμο:
- γενικεύω
3. Cater to popular taste to make popular and present to the general public
- Bring into general or common use
- "They popularized coffee in washington state"
- "Relativity theory was vulgarized by these authors"
- synonym:
- popularize ,
- popularise ,
- vulgarize ,
- vulgarise ,
- generalize ,
- generalise
3. Εξυπηρετήστε το δημοφιλές γούστο για να κάνετε δημοφιλή και παρόντα στο ευρύ κοινό
- Φέρτε σε γενική ή κοινή χρήση
- "Διέδωσαν τον καφέ στην πολιτεία της ουάσινγκτον"
- "Η θεωρία της αρνητικότητας εκχυδαιοποιήθηκε από αυτούς τους συγγραφείς"
- συνώνυμο:
- εκλαϊκεύω ,
- εκχυδαΐζω ,
- γενικεύω
4. Become systemic and spread throughout the body
- "This kind of infection generalizes throughout the immune system"
- synonym:
- generalize ,
- generalise
4. Γίνετε συστηματικοί και εξαπλωθείτε σε όλο το σώμα
- "Αυτό το είδος της λοίμωξης γενικεύει σε όλο το ανοσοποιητικό σύστημα"
- συνώνυμο:
- γενικεύω