Translation meaning & definition of the word "geminate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γεωμετρία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Geminate
[Γοητεύω]/ʤɛmənət/
noun
1. A doubled or long consonant
- "The `n' in `thinness' is a geminate"
- synonym:
- geminate
1. Ένα διπλό ή μακρύ σύμφωνο
- "Το `λεπτό' είναι ένα πολύτιμο"
- συνώνυμο:
- πολύτιμο
verb
1. Form by reduplication
- "The consonant reduplicates after a short vowel"
- "The morpheme can be reduplicated to emphasize the meaning of the word"
- synonym:
- reduplicate ,
- geminate
1. Μορφή με αναπλαστική
- "Το σύμφωνο μειώνεται μετά από ένα σύντομο φωνήεν"
- "Το μορφέμε μπορεί να μειωθεί για να τονίσει την έννοια της λέξης"
- συνώνυμο:
- αναδιπλασιάζω ,
- πολύτιμο
2. Occur in pairs
- synonym:
- pair ,
- geminate
2. Συμβαίνουν σε ζευγάρια
- συνώνυμο:
- ζευγάρι ,
- πολύτιμο
3. Arrange in pairs
- "Pair these numbers"
- synonym:
- pair ,
- geminate
3. Τακτοποιήστε σε ζευγάρια
- "Συνδυάστε αυτούς τους αριθμούς"
- συνώνυμο:
- ζευγάρι ,
- πολύτιμο
4. Arrange or combine in pairs
- "The consonants are geminated in these words"
- synonym:
- geminate
4. Τακτοποιήστε ή συνδυάστε σε ζευγάρια
- "Τα σύμφωνα είναι πολύτιμα σε αυτές τις λέξεις"
- συνώνυμο:
- πολύτιμο