Translation meaning & definition of the word "gem" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γεμ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gem
[Γεμάτος]/ʤɛm/
noun
1. Art highly prized for its beauty or perfection
- synonym:
- gem ,
- treasure
1. Η τέχνη είναι πολύ βραβευμένη για την ομορφιά ή την τελειότητά της
- συνώνυμο:
- κόσμημα ,
- θησαυρός
2. A crystalline rock that can be cut and polished for jewelry
- "He had the gem set in a ring for his wife"
- "She had jewels made of all the rarest stones"
- synonym:
- gem ,
- gemstone ,
- stone
2. Ένας κρυστάλλινος βράχος που μπορεί να κοπεί και να γυαλιστεί για κοσμήματα
- "Είχε το στολίδι σε ένα δαχτυλίδι για τη γυναίκα του"
- "Είχε κοσμήματα από όλες τις σπανιότερες πέτρες"
- συνώνυμο:
- κόσμημα ,
- πολύτιμος λίθος ,
- πέτρα
3. A person who is as brilliant and precious as a piece of jewelry
- synonym:
- jewel ,
- gem
3. Ένας άνθρωπος που είναι τόσο λαμπρός και πολύτιμος όσο ένα κόσμημα
- συνώνυμο:
- κόσμημα
4. A sweet quick bread baked in a cup-shaped pan
- synonym:
- muffin ,
- gem
4. Ένα γλυκό γρήγορο ψωμί ψημένο σε ένα τηγάνι σε σχήμα κυπέλλου
- συνώνυμο:
- μάφιν ,
- κόσμημα
5. A precious or semiprecious stone incorporated into a piece of jewelry
- synonym:
- jewel ,
- gem ,
- precious stone
5. Μια πολύτιμη ή ημιπολύτιμη πέτρα ενσωματωμένη σε ένα κόσμημα
- συνώνυμο:
- κόσμημα ,
- πολύτιμη πέτρα
Examples of using
Oṃ - the gem is in the lotus - hūṃ
Ω - το στολίδι είναι στο λωτό - υ