Translation meaning & definition of the word "gelatin" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ζελατίνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gelatin
[Ζελατίνη]/ʤɛlətən/
noun
1. A colorless water-soluble glutinous protein obtained from animal tissues such as bone and skin
- synonym:
- gelatin ,
- gelatine
1. Μια άχρωμη υδατοδιαλυτή γλουτινώδης πρωτεΐνη που λαμβάνεται από ζωικούς ιστούς όπως τα οστά και το δέρμα
- συνώνυμο:
- ζελατίνη
2. An edible jelly (sweet or pungent) made with gelatin and used as a dessert or salad base or a coating for foods
- synonym:
- gelatin ,
- jelly
2. Ένα βρώσιμο ζελέ ( γλυκόπικρη ή πικάντικη) που παρασκευάζεται με ζελατίνη και χρησιμοποιείται ως βάση επιδόρπιο ή σαλάτας ή επικάλυψη
- συνώνυμο:
- ζελατίνη ,
- ζελέ
3. A thin translucent membrane used over stage lights for color effects
- synonym:
- gelatin ,
- gel
3. Μια λεπτή ημιδιαφανής μεμβράνη που χρησιμοποιείται πάνω από τα φώτα σταδίων για τα αποτελέσματα χρώματος
- συνώνυμο:
- ζελατίνη ,
- τζελ