Translation meaning & definition of the word "gel" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γέλη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gel
[Τζελ]/ʤɛl/
noun
1. A colloid in a more solid form than a sol
- synonym:
- gel ,
- colloidal gel
1. Ένα κολλοειδές σε πιο στερεά μορφή από ένα σόλ
- συνώνυμο:
- τζελ ,
- κολλοειδές πήκτωμα
2. A thin translucent membrane used over stage lights for color effects
- synonym:
- gelatin ,
- gel
2. Μια λεπτή ημιδιαφανής μεμβράνη που χρησιμοποιείται πάνω από τα φώτα σταδίων για τα αποτελέσματα χρώματος
- συνώνυμο:
- ζελατίνη ,
- τζελ
verb
1. Become a gel
- "The solid, when heated, gelled"
- synonym:
- gel
1. Γίνομαι τζελ
- "Το στερεό, όταν θερμαίνεται, πηκτωμένο"
- συνώνυμο:
- τζελ
2. Apply a styling gel to
- "She mousses her hair"
- synonym:
- mousse ,
- gel
2. Εφαρμόστε ένα τζελ στυλ
- "Μουστάει τα μαλλιά της"
- συνώνυμο:
- μους ,
- τζελ