Translation meaning & definition of the word "geek" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρεσβύτερος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Geek
[Καταφεύγω]/gik/
noun
1. A carnival performer who does disgusting acts
- synonym:
- geek
1. Ένας ερμηνευτής καρναβαλιού που κάνει αηδιαστικές πράξεις
- συνώνυμο:
- τζεκ
2. A person with an unusual or odd personality
- synonym:
- eccentric ,
- eccentric person ,
- flake ,
- oddball ,
- geek
2. Ένα άτομο με ασυνήθιστη ή περίεργη προσωπικότητα
- συνώνυμο:
- εκκεντρικόσ ,
- εκκεντρικό άτομο ,
- νιφάδα ,
- περίεργο μπάλα ,
- τζεκ