Translation meaning & definition of the word "gee" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γεύμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gee
[Χαχαχαχα]/ʤi/
noun
1. A unit of force equal to the force exerted by gravity
- Used to indicate the force to which a body is subjected when it is accelerated
- synonym:
- g ,
- gee ,
- g-force
1. Μια μονάδα δύναμης ίση με τη δύναμη που ασκείται από τη βαρύτητα
- Χρησιμοποιείται για να υποδείξει τη δύναμη στην οποία ένα σώμα υποβάλλεται όταν επιταχύνεται
- συνώνυμο:
- γ ,
- τζι ,
- δύναμη
verb
1. Turn to the right side
- "The horse geed"
- synonym:
- gee
1. Στρίψτε προς τη δεξιά πλευρά
- "Το αλογάκι"
- συνώνυμο:
- τζι
2. Give a command to a horse to turn to the right side
- synonym:
- gee
2. Δώστε εντολή σε ένα άλογο να στραφεί προς τα δεξιά
- συνώνυμο:
- τζι