Translation meaning & definition of the word "gear" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γερ" στην ελληνική γλώσσα
Gear
[Εργαλείο]noun
1. A toothed wheel that engages another toothed mechanism in order to change the speed or direction of transmitted motion
- synonym:
- gear ,
- gear wheel ,
- geared wheel ,
- cogwheel
1. Ένας οδοντωτός τροχός που εμπλέκει έναν άλλο οδοντωτό μηχανισμό για να αλλάξει την ταχύτητα ή την κατεύθυνση της μεταδιδόμενης κίνησης
- συνώνυμο:
- εργαλείο ,
- τροχός ταχυτήτων ,
- τροχός με προσανατολισμό ,
- τροχίσκοσ
2. Wheelwork consisting of a connected set of rotating gears by which force is transmitted or motion or torque is changed
- "The fool got his tie caught in the geartrain"
- synonym:
- gearing ,
- gear ,
- geartrain ,
- power train ,
- train
2. Τροχοφόρο που αποτελείται από ένα συνδεδεμένο σύνολο περιστρεφόμενων εργαλείων με τα οποία μεταδίδεται η δύναμη ή η ροπή
- "Ο ανόητος έπιασε τη γραβάτα του στο γεωγραφικό τμήμα"
- συνώνυμο:
- ταχύτητα ,
- εργαλείο ,
- γεωτρυπάνι ,
- τρένο δύναμης ,
- τρένο
3. A mechanism for transmitting motion for some specific purpose (as the steering gear of a vehicle)
- synonym:
- gear ,
- gear mechanism
3. Ένας μηχανισμός για τη μετάδοση κίνησης για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό (α το εργαλείο διεύθυνσης ενός οχήματος)
- συνώνυμο:
- εργαλείο ,
- μηχανισμός εργαλείων
4. Equipment consisting of miscellaneous articles needed for a particular operation or sport etc.
- synonym:
- gear ,
- paraphernalia ,
- appurtenance
4. Εξοπλισμός που αποτελείται από διάφορα αντικείμενα που απαιτούνται για μια συγκεκριμένη λειτουργία ή αθλητισμό κ.λπ.
- συνώνυμο:
- εργαλείο ,
- παραφερνάλια ,
- εφαρμογή
verb
1. Set the level or character of
- "She pitched her speech to the teenagers in the audience"
- synonym:
- gear ,
- pitch
1. Ορίστε το επίπεδο ή το χαρακτήρα του
- "Έβαλε την ομιλία της στους εφήβους στο κοινό"
- συνώνυμο:
- εργαλείο ,
- πίσσα