Translation meaning & definition of the word "gazelle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γαζέλα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gazelle
[Γαζέλα]/gəzɛl/
noun
1. Small swift graceful antelope of africa and asia having lustrous eyes
- synonym:
- gazelle
1. Μικρή γρήγορη χαριτωμένη αντιλόπη της αφρικής και της ασίας με λαμπερά μάτια
- συνώνυμο:
- γκαζέλλα